μογγολοειδής

μογγολοειδής
-ές
1. αυτός που είναι όμοιος με Μογγόλο
2. ιατρ. χαρακτηρισμός παιδιών που η όψη τους θυμίζει άτομο μουγολικής φυλής με ιδιαίτερα ανεπτυγμένο επίκανθο
3. φρ. «μογγολοειδής γεωγραφική φυλή»
ανθρωπολ. ομάδα ανθρώπινων πληθυσμών που απαντούν στην ανατολική, νοτιοανατολική και κεντρική ανατολική Ασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < mongoloid].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Όσετζ — Μογγολοειδής πληθυσμός της Βόρειας Αμερικής, που ανήκει στη φυλή των Σιού και συγγενεύει με τους Ομάχα. Άλλοτε κατοικούσαν στην περιοχή που προσδιορίζεται από τους ποταμούς Μισούρι και Αρκάνσας και αντιστοιχεί σήμερα προς τις πολιτείες των ΗΠΑ… …   Dictionary of Greek

  • Σαμογέτες — Πληθυσμός, άλλοτε πολυάριθμος, που ανήκει στον ουραλοαλταϊκό κορμό και ασχολείται με τη νομαδική κτηνοτροφία ταράνδων. Σήμερα οι Σ. ζουν στην αυτόνομη επαρχία Νόιετς (Νόιετς είναι το εθνικό όνομά τους) και στη λεκάνη του κάτω ρου του Ομπ. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Σιβηρίδες — οι, Ν ανθρωπολ. μογγολοειδής φυλή στην οποία ανήκουν πληθυσμοί τής αρκτικής Σιβηρίας που έχουν ως κύρια χαρακτηριστικά τους τη βραχυσωμία, τη λευκοκίτρινη απόχρωση τού δέρματος, τα βοστρυχωτά καστανά μαλλιά και τα ελαφρώς λοξά, αλλά χωρίς τη… …   Dictionary of Greek

  • Τουβά — Αυτόνομη Δημοκρατία της Ρωσίας (έκταση 170.000 τ. χλμ., 309.000 κάτ.). Βρίσκεται στο νοτιότερο τμήμα της Σιβηρίας και συνορεύει με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Μογγολίας. Οι περισσότεροι κάτοικοί της είναι Τουβίνοι. Ιδρύθηκε στις 14 Αυγούστου 1921, ως …   Dictionary of Greek

  • ιδιωτεία — Μεγάλου βαθμού νοητική καθυστέρηση (δείκτης νοημοσύνης έως 20). Η διαφοροδιάγνωσή της από την αμέσως προηγούμενη σε σοβαρότητα ηλιθιότητα είναι δύσκολη. Προκαλείται από διάφορες αιτίες –κληρονομικές ή συγγενείς– ή είναι το αποτέλεσμα των παθήσεων …   Dictionary of Greek

  • μογγολισμός — (Ιατρ.). Ονομάζεται επίσης μογγολοειδής ιδιωτία ή σύνδρομο Down. Παθολογική κατάσταση που οφείλεται στην παρουσία ενός επιπλέον χρωμοσώματος (τρισωμία 21: αντί 2, υπάρχουν 3 χρωμοσώματα 21) ή σε αλλοιώσεις πάντα του χρωμοσώματος 21. Είναι μάλλον… …   Dictionary of Greek

  • μογγολόμορφος — η, ο μογγολοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μογγόλος + μορφος (< μορφή). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • φυλή — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ.), στην πρώην επαρχία Αττικής, του νομού Δυτ. Αττικής. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (69 τ. χλμ.), στον οποίο υπάγεται και ο οικισμός Μονή Κοίμησης Θεοτόκου Κλειστών (υψόμ. 420 μ.). Βρίσκεται στις νότιες… …   Dictionary of Greek

  • Νεπάλ — Χώρα της νότιας Ασίας. Συνορεύει Β με την Κίνα και Α, Ν και Δ με την Ινδία.Tο Ν., που βρίσκεται ανάμεσα στα υψίπεδα του Θιβέτ και στην πεδιάδα του Γάγγη, εκτείνεται δίπλα στις μεσημβρινές πλαγιές των Iμαλαΐων, σε μια εδαφική έκταση σχεδόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”